- καταλαγιάζω
- και καταλλαγιάζω1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λαγιάζω «ησυχάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλαγιάζω — καταλαγιάζω, καταλάγιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταλαγιάζω — καταλάγιασα, καταλαγιασμένος 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει: Ήταν πολύ ανήσυχος, αλλάη μάνα του τον καταλάγιασε. 2. ησυχάζω, κοιμάμαι: Είναι ώρα να καταλαγιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασαλαγιάζω — καταλαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαλαγιάζω «ηρεμώ, καταλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
σαλαγιάζω — Ν (αμτβ.) 1. α) ησυχάζω, καταλαγιάζω β) (ιδίως για υγρή έκταση) ηρεμώ 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να ησυχάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών. λ. σάλαγος και καταλαγιάζω] … Dictionary of Greek
ακαταλάγιαστος — η, ο [καταλαγιάζω] αυτός που δεν καταλαγιάζει, ο ανήσυχος … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… … Dictionary of Greek
καταλάγιασμα — το [καταλαγιάζω] η καταπράυνση, το γαλήνεμα … Dictionary of Greek
καταλλαγιάζω — (Μ) βλ. καταλαγιάζω … Dictionary of Greek
λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] … Dictionary of Greek